Κατάργηση Συμψηφισμού Δικαστικής Δαπάνης και Περιορισμός Πρόσβασης στο Δικαίωμα Δικαστικής Ακρόασης

Υπό Ιωάννη Μ. Κωλέττη, Δικηγόρου Αθηνών

Κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 περ. 2 του Ν. 2915/2001, όπως αυτό ίσχυσε από 1/1/2002 δυνάμει του άρθρου 15 Ν. 2943/2001 "το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και τον δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνος δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής".

Με το αμέσως προϊσχύσαν δίκαιο, πριν την ως άνω αντικατάστασή του, το ως άνω 179 άρθρο Κ.Πολ.Δ., είχε ως ακολούθως:  "Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον δεύτερο βαθμό ή όταν υπάρχει η εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης"

 

Κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος των Ελλήνων § 1: "Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του ή για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει."

Κατά το το άρθρο 25 του Συντάγματος των Ελλήνων § 1: " Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το Νόμο εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητος"

Κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: "Παν πρόσωπον έχει το δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως δημοσίως και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξάρτητου και αμερολήπτου δικαστή...."

Ειδικότερα, με το Νόμο 2943/2001  καταργήθηκε η ευχέρεια του δικαστηρίου να συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη των διαδίκων σε περίπτωση ήττας λόγω εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης. Το δικαστήριο πλέον μπορεί να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ. ήτοι για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους και όταν η ερμηνεία του κανόνος δικαίου είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Η κατάργηση της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Νόμου, συνέβη προς επιτάχυνση των διαδικασιών στα δικαστήρια, ώστε να μην ασκούνται εύκολα αγωγές.

Πρωταρχική υποχρέωση του κράτους είναι αφενός μεν η προάσπιση του θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής ακρόασης και προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 20 Σ. και αφετέρου ταυτόχρονα του θεμελιακού δικαιώματος του εναγομένου να μην εκτίθεται σε αδικαιολόγητη διακινδύνευση  (Α΄ πρόσθετο πρωτόκολλο ΕΣΔΑ). Η δίκαια εξισορρόπηση αυτών των δύο ατομικών δικαιωμάτων ελέγχεται επάνω στην βάση της αρχής της αναλογικότητος, που δεν επιτρέπει να εξαφανισθεί το δικαίωμα του ενάγοντος για δικαστική προστασία και ακρόαση όταν το δικαστήριο ευρίσκει την εύλογη αμφιβολία στην έκβαση της δίκης.

Στο χώρο του τροχαίου ατυχήματος είναι πολλές οι περιπτώσεις ζημιουμένων τρίτων ( συνεπιβατών ή και πεζών) από συγκρούσεις 2 ή περισσοτέρων οχημάτων των οποίων είτε οι οδηγοί τους αρνούνται την υπαιτιότητά τους είτε οι συνθήκες του ατυχήματος είναι τέτοιες που δεν προκύπτει εξ αρχής η υπαιτιότητα, πολλώ δε μάλλον στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας αποζημίωσης όπου εκδίδονται αντίθετες αποφάσεις.

Προκειμένου, λοιπόν, να προστατευθεί ο ζημιωθείς και να ικανοποιηθεί, εγείρει αγωγή κατ' όλων των εμπλεκομένων οδηγών και των ασφαλιστικών τους εταιρειών. Με την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης και μάλιστα άδικης και υπέρμετρης σε βάρος του ενάγοντος, στις ως άνω περιπτώσεις εμποδίζεται ΔΥΣΧΕΡΩΣ πλέον η δικαστική ακρόαση του ανυπαιτίου ενάγοντος, αφού του επιβάλλονται υψηλές δικαστικές δαπάνες, οι οποίες είναι δυσανάλογες με το δικαίωμά του προς δικαστική προστασία και ακρόαση.

Η αντικατάσταση, λοιπόν, του προϊσχύσαντος άρθρου 179 Κ.Πολ.Δ,  που επέτρεπε στο δικαστήριο να συμψηφίζει σε περίπτωση ήττας την δικαστική δαπάνη του ηττημένου λόγω εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης, με το κείμενο που τέθηκε με το άρθρο 2 § 2 του Ν. 2915/2001, όπως αυτό ίσχυσε από 1/1/2002 δυνάμει του άρθρου 15 Ν. 2943/2001, παραβιάζει το άρθρο 20 του Σ. καθώς και το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α για δίκαιη δίκη, ενώ ταυτόχρονα είναι αντίθετη με την αρχή της αναλογικότητος (άρθρο 25 Σ) αφού προστατεύει πλέον μονομερώς και υπερμέτρως τον εναγόμενο και όχι τον ενάγοντα. Κατ’ ακολουθία, θα πρέπει τα Δικαστήρια κηρύσσοντας την πιο πάνω αντισυνταγματικότητα της κατάργησης της διάταξης, να θεωρήσουν ότι η καταργηθείσα διάταξη είναι σε ισχύ και να συμψηφίζουν την δικαστική δαπάνη, όταν το κρίνουν.

Άλλως, υπό το παραπάνω πρίσμα, ο ενάγων ανυπαίτιος συνεπιβάτης θα καλείται κάθε φορά να υποβάλλεται στην διαδικασία της ρώσικης ρουλέτας ή να μαντεύει ποιος φταίει για το ατύχημα, με συνέπεια να κινδυνεύει να στερηθεί πλήρως το δικαίωμα ακροάσεώς του, κατά το Σύνταγμα και, επομένως, να χάνει το δικαίωμα αποζημίωσής του, παραβιαζομένου κατάφωρα του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη. Παράλληλα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος καλείται να απόσχει του θεσμικού ρόλου του και να αναλάβει δικαιοδοτικά καθήκοντα,  "μαντεύοντας" ποιος είναι ο υπαίτιος του ατυχήματος, την στιγμή που υπάρχουν 2 βαθμοί δικαιοδοσίας και ένας τρίτος αναιρετικός και που στην πράξη πολλές φορές η απόφαση επί της υπαιτιότητας αλλάζει.


Δίκαιη δίκη δεν είναι η επιβολή ποινής στον ανυπαίτιο συνεπιβάτη ενάγοντα, αλλά η με όρους της προστασίας του δικαιώματος της δικαστικής ακρόασης και της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος απόδοση δικαιοσύνης, η οποία στην περίπτωσή μας δεν αποδόθηκε.

Υπό το προισχύσαν δίκαιο του άρθρου 179 Κ.Πολ.Δ. που τέθηκε με το Ν.Δ. 958/1971 η διάταξη περί συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων σε περίπτωση εύλογης αμφιβολίας του ηττώμενου διαδίκου υπαγορεύθηκε εκ λόγων επιείκειας. Υπό το πρίσμα αυτό (αντιγράφοντος στο σημείο αυτό σχετικό σχολιασμό του Καθηγητή κ. ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΗ, (Περιοδικό "ΔΙΚΗ"  σχολιάζοντας απόφαση  28/1993 Ολ.Α.Π.) ανακύπτει το ερώτημα εάν η έννοια της επιείκειας είναι υποχρέωση  ή διακριτική ευχέρεια του Δικαστή.
Κατά τον Αριστοτέλη "ταυτόν άρα δίκαιον και επιεικές (…) το επιεικές δίκαιο μεν εστί ού κατά το νόμο, αλλά επανόρθωμα νομίμου δικαίου". Επανόρθωμα νομίμου δικαίου που καλείται να επιχειρήσει ο δικαστής θέτοντάς το ως αφετηρία του δικανικού συλλογισμού του.

Στη σύγχρονη διδασκαλία της φιλοσοφίας του δικαίου ο Hegel τονίζοντας την οξύνοια, με την οποία ο Αριστοτέλης προσέγγισε την ουσία της επιείκειας, ερμηνεύει την αριστοτελική σύλληψη, την οποία και ασπάζεται, ως εξής:
Οι νόμοι, και γενικότερα οι κανόνες του δικαίου, προσδιορίζουν τόσο τις έννομες συνέπειες, δηλαδή την κατάφαση ή την άρνηση της ισχύος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσο και τις προϋποθέσεις, με τη συνδρομή των οποίων επέρχονται αυτές οι έννομες συνέπειες, με τρόπο γενικό και αφηρημένο. Για παράδειγμα, το άρθρο 914 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Οι έννοιες της ζημιάς, του παράνομου χαρακτήρα της, της υπαιτιότητας του δράστη, καθώς και της αποζημίωσης που πρέπει να δώσει, καλύπτουν ένα πλήθος από φαινόμενα της εμπειρικής πραγματικότητας, τα οποία, αν και στον πυρήνα τους παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά εννοιολογικά γνωρίσματα, όμως διαφοροποιούνται μεταξύ τους με ένα πλήθος από ιδιαιτερότητες. Παρ' όλες όμως τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει κάθε διαφορά ή υπόθεση, η οποία φέρεται προς εκδίκαση, ο δικαστής έχει υπηρεσιακό καθήκον να τις υπαγάγει κατά τρόπο ισοπεδωτικό στις νομικές έννοιες του αφηρημένου κανόνα δικαίου και να διαγνώσει για όλες από κοινού τις ίδιες έννομες συνέπειες. Αυτή η γενική και αφηρημένη διάσταση, που χαρακτηρίζει τη δομή των κανόνων του δικαίου είναι αναπόφευκτη, αφού διαφορετικά ο νομοθέτης δε θα μπορούσε να προβλέψει και να ρυθμίσει εξατομικευμένα κάθε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής. Το προσπάθησε ο νομοθέτης παλαιότερα με τις δεκαεπτά περίπου χιλιάδες παραγράφους του πρωσικού αστικού κώδικα. Απέτυχε, και δεν το ξαναεπιχείρησε. Αλλά αυτός ο γενικός και αφηρημένος χαρακτήρας των κανόνων του δικαίου, με το να αγνοεί τις ιδιαιτερότητες κάθε εξατομικευμένης περίπτωσης, οδηγεί σε άτοπα αποτελέσματα, που μια φρόνιμη έννομη τάξη πρέπει να αποφεύγει. Σ' αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης εντόπισε τη σημασία και την αξία της επιείκειας, ως αντιπολωτικής λειτουργίας, που πειθαναγκάζει το δικαστή να συνεκτιμήσει και τις ιδιαιτερότητες της εξατομικευμένης διαφοράς ή υπόθεσης που δικάζει.
Αφού ο δικαστής έχει ήδη επεξεργαστεί την ύλη του με τη μέθοδο της υπαγωγής της αποδεδειγμένης εμπειρικής πραγματικότητας στις νομικές έννοιες του εφαρμοστέου αφηρημένου κανόνα δικαίου, τότε σε ακραίες περιπτώσεις, που το πόρισμα του δικανικού συλλογισμού του έρχεται σε αντίθεση με την κοινή περί δικαίου συνείδηση, ο δικαστής επαναπροσεγγίζει το υλικό του με τη μέθοδο της επιείκειας διορθωτικώς, δηλαδή με συνεκτίμηση και των ιδιαιτεροτήτων της δικαζόμενης εξατομικευμένης διαφοράς ή υπόθεσης. Εδώ, όμως, ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα: έχει άραγε ο δικαστής τέτοια εξουσία από την έννομη τάξη, της οποίας είναι λειτουργός;
Το άρθρο 87 § 2 του Συντάγματος ορίζει ότι "οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους".
Αυτό σημαίνει οτι ο δικαστής θα πρέπει να αναζητήσει μέσα στο θετικό δίκαιο τη νομιμοποίησή του για να προχωρήσει στο αριστοτελικό επανόρθωμα νομίμου δικαίου.
Σε πρώτη προσέγγιση ο νομοθέτης έχει φροντίσει ο ίδιος να επανορθώνει τα άτοπα αποτελέσματα, στα οποία, σε εξατομικευμένες περιπτώσεις, μπορούν να οδηγήσουν οι γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις του. Αυτό το μεθοδεύει ο νομοθέτης με τους λεγόμενους αντίθετους κανόνες δικαίου, που επανορθώνουν τις ανεπιεικείς καταστάσεις, στις οποίες ενδέχεται να οδηγεί ο βασικός κανόνας δικαίου. Για παράδειγμα, με το βασικό κανόνα δικαίου του άρθρου 513 του Aστικού Kώδικα ορίζεται ότι με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πωλούμενου πράγματος και να του το παραδώσει. Αλλά με τον αντίθετο κανόνα των άρθρων 178 και 179 ΑΚ ορίζεται ότι η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει, δηλαδή η σύμβαση της πώλησης είναι άκυρη, αν καταρτίστηκε με τέτοιες εξατομικευμένες συνθήκες, που να χαρακτηρίζεται ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, ιδίως αν ο αγοραστής εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του πωλητή. Αυτό ακριβώς συνέβαινε υπό το προϊσχύσαν δίκαιο και στην περίπτωση του καταλογισμού της δικαστικής δαπάνης. Με το βασικό κανόνα του άρθρου 176 Πολ.Δ. επιβάλλονται τα δικαστικά έξοδα στον ηττώμενο διάδικο. Αλλά με την εξαίρεση, που ήταν σε ισχύ, ο αντίθετος κανόνας του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 179 Πολ.Δ. συνεκτιμώνται οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης δίκης και εξουσιοδοτείτο ο δικαστής να προχωρήσει στο προαναφερόμενο επανόρθωμα νομίμου δικαίου. Αυτή η προσφυγή του ίδιου του νομοθέτη στις αρχές της επιείκειας, για να μπορέσουν να συνεκτιμηθούν οι ενδεχόμενες ιδιαιτερότητες της εξατομικευμένης διαφοράς ή υπόθεσης, που εκκρεμεί στο δικαστήριο, μπορεί να αναφέρεται είτε στο πραγματικό, δηλαδή στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου βασικού κανόνα δικαίου είτε στις έννομες συνέπειές του. Παράδειγμα από την πρώτη περίπτωση παρέχει το άρθρο 288 ΑΚ, που ορίζει ότι "ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη". Αυτός ο κανόνας μετριάζει την ακαμψία του πραγματικού του άρθρου 416 ΑΚ. Κατά την τελευταία τούτη διάταξη, η οφειλή αποσβέννυται με την καταβολή. Γενικά και αφηρημένα, λοιπόν, η καταβολή επιφέρει απόσβεση της οφειλής. Αλλά ενδέχεται η καταβολή να έγινε στο πλαίσιο τέτοιων ειδικών περιστάσεων, που η κοινή περί δικαίου συνείδηση να εναντιώνεται. Για παράδειγμα, αν ο οφειλέτης, περπατώντας σε έρημη τοποθεσία με το δανειστή του και αντικρίζοντας ομάδα ληστών που τους περικυκλώνει, σπεύδει να ελαφρώσει το πορτοφόλι του εξοφλώντας πάραυτα το χρέος του προς το δανειστή του. Σ' αυτήν την περίπτωση κατ' εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης, που είναι ειδικότερη έκφραση των αρχών της επιείκειας, η καταβολή τούτη δε θα θεωρηθεί ως καταβολή που επιφέρει απόσβεση της ενοχής. Άλλο παράδειγμα, που να αναφέρεται σε επηρεασμό των έννομων συνεπειών του βασικού κανόνα δικαίου διαμέσου νομοθετικής εφαρμογής των αρχών της επιείκειας παρέχει το άρθρο 918 ΑΚ, ως αντίθετος κανόνας των άρθρων 915 και 916 ΑΚ. Κατά τα δύο τούτα άρθρα δεν ευθύνεται σε αποζημίωση όποιος ζημίωσε άλλον δίχως να έχει συνείδηση των πράξεών του, ιδίως επειδή δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του. Αλλά κατά τον αντίθετο κανόνα του άρθρου 918 ΑΚ μπορεί να καταδικαστεί να πληρώσει εύλογη, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αποζημίωση, ύστερα από εκτίμηση της κατάστασης των μερών, αν η ζημιά δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού.

Εγκαταλείποντας, λοιπόν, την ακαμψία παλαιότερων εποχών, ο σύγχρονος νομοθέτης έχει θετικοποιήσει αρκετές δικαιικές αρχές, με τις οποίες αμβλύνει την αυστηρότητα, που ορισμένες φορές ενέχει η γενική και αφηρημένη νομοθετική ρύθμιση, έτσι ώστε να μπορεί ο δικαστής να συνεκτιμήσει και τις ιδιαιτερότητες της εξατομικευμένης περίπτωσης, πλην όμως για λόγους ανεξάρτητους με τα παραπάνω αναφερόμενα, αντικατέστησε την διάταξη του άρθρου 179 Κ.Πολ.Δ. Είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να προβλέψει με απόλυτη ακρίβεια όλες τις περιπτώσεις, κατα τις οποίες πρέπει να παρέμβει με αντίθετους κανόνες δικαίου και να αμβλύνει τις ενδεχόμενες οξύτητες, στις οποίες μπορεί να οδηγεί η γενική και αφηρημένη διατύπωση του εφαρμοστέου βασικού κανόνα δικαίου. Σε τέτοιες νομοθετικώς απρόβλεπτες περιπτώσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει στην κρινομένη περιπτωσή μας, οι αρχές της επιείκειας συνιστούν το αναγκαίο συμπλήρωμα της ιδέας της δικαιοσύνης, την οποία ο δικαστής έχει υπηρεσιακό καθήκον να απονείμει, σύμφωνα με το άρθρο 87 § 1 του Συντάγματος. Επιβεβαιώνεται έτσι η παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι, άν και το επιεικές είναι επανόρθωμα νομίμου δικαίου, όμως το επιεικές δίκαιόν εστι (...) ταυτόν άρα δίκαιον και επιεικές. Γίνεται έτσι φανερό οτι η άσκηση της επιείκειας δέ συνιστά διακριτική ευχέρεια για το δικαστή, αλλά εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος κατα την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών - δεσμευτική, δηλαδή, μέθοδο εφαρμογής των κανόνων του δικαίου.  Στην περίπτωση του άρθρου 179 ΠολΔ ο δικαστής, κατ' εξαίρεση από το γενικό κανόνα, δέν ελέγχεται αναιρετικώς, όταν καταφάσκει ή αρνείται τη συνδρομή της νομικής έννοιας "εύλογης αμφιβολίας" του ηττώμενου διαδίκου για την έκβαση της δίκης. Αλλά αυτή η εξαιρετική διαφυγή της κρίσης του από τον αναιρετικό έλεγχο δεν έχει το νόημα πως τάχα καθιερώνεται διακριτική ευχέρεια. 'Αν οι ιδιαιτερότητες της δικαζόμενης διαφοράς ή υπόθεσης στηρίζουν το νομικό χαρακτηρισμό της αμφιβολίας του ηττώμενου διαδίκου ως προς την έκβαση της δίκης ως "εύλογη", τότε ο δικαστής δεν έχει εξουσία να αρνηθεί το συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων. Διαφορετικά, παρανομεί. Ο χαρακτηρισμός της αμφιβολίας του ηττώμενου διαδίκου για την έκβαση της δίκης ως "εύλογης" συνήθως δέν είναι πρόδηλος. Απαιτεί μελέτη, και μάλιστα σχολαστική, του φακέλου των διαδικαστικών εγγράφων. Υπό το καθεστώς πάντως των δύο διαφορετικών βαθμών δικαιοδοσίας και του τρίτου αναιρετικού, που η διάσταση απόψεων μεταξύ των δικαζόντων δικαστηρίων (αλλά και αυτών των ίδιων των δικαστών της αυτής σύνθεσης) είναι ιδιαιτέρως συνήθης, είναι παράνομο, αθέμιτο και ανεπιεικές να ζητείται από τον διάδικο (ενάγοντα) να μην έχει εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης.

Η έννοια της δικαίου απασχόλησε πολλαπλώς την νομική επιστήμη και την φιλοσοφία. Πολλές φορές η έννοια του δικαίου ταυτίστηκε με το περί κοινού δικαίου αίσθημα που διαμορφώνεται σε μία συντεταγμένη πολιτεία, και το οποίο κατά την γνώμη μου πρέπει να βρίσκει απήχηση ως θετικοποιημένο δίκαιο. Και πράγματι υπό το πρίσμα του προισχύσαντος δικαίου η  έννοια της "εύλογης αμφιβολίας" ως περίπτωση συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης θετικοποιήθηκε νομοθετικά. Η αδυναμία και ανικανότητα της Ελληνικής πολιτείας να οργανώσει και στελεχώσει τα δικαστήρια, οδήγησε στην αποθετικοποίηση της  "ευλόγου αμφιβολίας" με αποτέλεσμα την δημιουργία ανεπιεικών και σφόδρα αδίκων αποφάσεων.